- ικμώδης
- ἰκμώδης, -ες (Α) [ικμάς]ικμαδώδης*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰκμώδη — ἰκμώδης moist neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰκμώδης moist masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰκμώδης moist masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκμώδεις — ἰκμώδης moist masc/fem acc pl ἰκμώδης moist masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
ικμάδα — η (ΑΜ ἰκμάς, άδος) η υγρασία τής γης και η θρεπτική της δύναμη την οποία απομυζούν τα φυτά νεοελλ. στοιχείο ζωτικότητας, η δύναμη για ζωή αρχ. 1. φυσική υγρασία 2. κάθε είδος ζωικών χυμών ή εκκρίσεων 3. σταγόνα, στάλα 4. φρ. «ἰκμὰς Βάκχου» το… … Dictionary of Greek